εὔπαις — blest with children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπαιδα — εὔπαις blest with children masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπαιδας — εὔπαις blest with children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπαιδες — εὔπαις blest with children masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπαιδι — εὔπαις blest with children masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπαιδος — εὔπαις blest with children masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαιδία — εὐπαιδία και σε παπ. εὐπαιδεία, ἡ (Α) [εύπαις] 1. το να έχει κανείς καλά παιδιά, η ευτεκνία 2. φρ. «εὐπαιδίας ἀγών» ο αγώνας που τελούσαν στην Αθήνα την τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων και κατά τον οποίο βραβευόταν η μητέρα που είχε γεννήσει… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek